ξυλόπισσα

ξυλόπισσα
η
χημ. πυκνόρρευστο υγρό, προϊόν τής εξανθράκωσης ή ξηράς απόσταξης τών ξύλων, που με κλασματική απόσταξη αποδίδει κρεόζωτο, πισσέλαια και πίσσα, δηλ. το κοινό κατράμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλαμίνη — Η απλούστερη αλειφατική αμίνη, με χημικό τύπο CH3NH2· ονομάζεται και μονομεθυλαμίνη. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, εξαιρετικά ευδιάλυτο στο νερό, όπως και στους οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει έντονη οσμή αμμωνίας, σημείο τήξεως –93° C και σημείο… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”